- διάψευσμα
- διάψευσμαfalsehoodneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάψευσμα — διάψευσμα, το (Α) ψευτιά, ψέμα … Dictionary of Greek
διαψεύσματι — διάψευσμα falsehood neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)